δώρο

δώρο
το (AM δῶρον)
1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο»)
2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» — η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως)
3. προσφορές τών ανθρώπων προς τους θεούς σε ένδειξη σεβασμού («βωμοὶ δώροισι φλέγονται», Αισχ.)
4. «ἅγια ή τίμια δῶρα» — ο άρτος και ο οίνος τής θείας ευχαριστίας
5. εξαιρετικές αρετές και ικανότητες («έχει το δώρο τής ευγλωττίας»)
6. φιλοδώρημα
7. (στο χρηματιστήριο) χρηματική καταβολή σε εμπρόθεσμες χρηματιστηριακές συμβάσεις, που σε περίπτωση ακυρώσεως τής συμβάσεως από τον έναν συμβαλλόμενο περιέρχεται στον άλλο («αγοραπωλησία αξιών επί δώρῳ»)
μσν.- νεοελλ.
1. βραβείο αγώνα, έπαθλο
αρχ.
1. εισφορές υπηκόων σε ηγεμόνα
2. το εσωτερικό τής παλάμης
3. η παλάμη ως μέτρο μήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δώρον με τη σημ. «το εσωτερικό τής παλάμης, παλάμη» ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dōr-, ετεροιωμένη-εκτεταμένη βαθμίδα τής αρχικής IE *der- «σπιθαμή». Ο τ. δώρον συνδέεται με αλβ. dore, λ. που αποδίδει τη σημασία «χέρι», ενώ η σύνδεση με αρχ. ιρλ. dorn, λεττ. dure, duris «γροθιά» είναι λιγότερο βέβαιη. Για τη λ. δώρον με τις λοιπές σημασίες βλ. λ. δίδωμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δώρο — το χάρισμα, προσφορά: Το αυτοκίνητο που οδηγώ είναι δώρο των γονιών μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Doro Theou — Δώρο Θεού Studio album by Katy Garbi Released June 23, 1999 …   Wikipedia

  • Икономопулос, Никос — Никос Икономопулос Выступление в Thea Nightclub, Афины …   Википедия

  • δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… …   Dictionary of Greek

  • αντιπροίκι — το (Μ ἀντιπροίκι) προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι αντιπροίκια», Γρυπάρης) νεοελλ. 1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από… …   Dictionary of Greek

  • δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”